- ἀντιστοιχείωσις
- ἀντιστοιχ-είωσις, εως, ἡ,A change of a letter, e.g. φιτπῶν for φυτρῶν, Sch.Il.12.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιστοιχείωσις — ἀντιστοιχείωσις, η (Α) αντικατάσταση στοιχείου (γράμματος) με κάποιο άλλο, π.χ. φυτρών φιτρών … Dictionary of Greek